Καλοκαίρι του μακρινού 1988! Η αθλητική Ελλάδα… σείεται από τα ρίχτερ της πιο ηχηρής και πλέον δαπανηρής μεταγραφής στα χρονικά του ελληνικού ποδοσφαίρου!
Περισσότεροι από 40.000 φίλαθλοι του Ολυμπιακού συγκεντρώνονται στο Δημαρχείο του Πειραιά για να υποδεχτούν τον «σολίστα», Λάγιος Ντέταρι, την ίδια ώρα πιο βόρεια, ένας άλλος Μαγυάρος φτάνει σε κλίμα… απόλυτης νηνεμίας στο Βόλο για να φορέσει τα χρώματα του… έτερου Ολυμπιακού που θα συμμετείχε στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής εκείνη τη σεζόν.
Όπως ήταν απόλυτα λογικό, η μεταγραφή του Ίμρε Μπόντε είχε καταχωρηθεί στα… μονόστηλα των εφημερίδων της εποχής! Λίγους μήνες αργότερα, όμως, το όνομα του Ούγγρου επιθετικού θα προκαλούσε πλέον πάταγο και θα κοντράριζε εκείνο του «θρυλικού» Λάγιος.
Στην πρώτη του χρονιά που συστήθηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ο θηριώδης σέντερ φορ άρχισε να σπέρνει… τρόμο στους αντίπαλους αμυντικούς, ξεκίνησε να «βομβαρδίζει» τις αντίπαλες εστίες και το τέλος της αγωνιστικής περιόδου 1988-89 τον βρήκε να αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, έχοντας πετύχει 20 γκολ, πέντε περισσότερα από… τον Λάγιος Ντέταρι!
Σπάνιο επίτευγμα για ποδοσφαιριστή που δεν φορούσε τη φανέλα ενός εκ των «μεγάλων» του ποδοσφαίρου μας και αγωνιζόταν σε ομάδα της Περιφέρειας!
34 ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνη την ονειρεμένη χρονιά στην Α’ Εθνική, ο σπουδαίος Ίμρε Μπόντα γυρίζει το χρόνο πίσω, και με τη βοήθεια του Γιώργου Μπιτσικώκου απαντά σε ένα ερώτημα που το καλοκαίρι του 1989 (ένα χρόνο δηλαδή μετά την άφιξη του στη χώρα μας) κυριαρχούσε ακόμη και στα πρωτοσέλιδα των μεγαλύτερων αθηναϊκών αθλητικών εφημερίδων της εποχής: «Πως είναι δυνατόν αυτός ο παικταράς να μην έπαιξε ποτέ σε έναν από τους “μεγάλους” του ελληνικού ποδοσφαίρου;»
Απολαμβάνοντας τη βόλτα του στον αγαπημένο του Βόλο που αποτελεί εδώ και 30 χρόνια αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του, ο Ίμρε Μπόντα δίνει όλες τις απαντήσεις!
PHOTO CREDITS: Βασίλης Οικονόμου (EUROKINISSI)
«Αυτό είναι το παιχνίδι που με… έβαλαν για πρώτη φορά στο μάτι οι ελληνικές ομάδες»
Κύριε Μπόντα σας βρίσκουμε ξανά στον αγαπημένο σας Βόλο.
Πλέον νιώθω Βολιώτης. Έχω αγοράσει σπίτι στην Αγριά και περνάω εδώ περισσότερους από 5 μήνες το χρόνο. Πηγαίνω βέβαια και στη Βουδαπέστη, αλλά πλέον έχω εγκατασταθεί εδώ μόνιμα και ο Βόλος έχει γίνει και επίσημα το σπίτι μου.
Η αγάπη σας για την πόλη και την ομάδα ξεκίνησε το 1988. Αλήθεια πώς ήρθατε στην Ελλάδα και τον Ολυμπιακό Βόλου;
Η ιστορία ξεκίνησε ενάμιση χρόνο νωρίτερα. Το Νοέμβριο του 1986 είχαμε έρθει με την εθνική Ουγγαρίας και αντιμετωπίσαμε στο Ολυμπιακό στάδιο την Ελλάδα για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1988. Σε εκείνο το παιχνίδι είχαμε ηττηθεί με 2-1 και θυμάμαι ένα εκπληκτικό γκολ που είχε σημειώσει ο Αναστόπουλος. Θυμάμαι επίσης τον Μητρόπουλο και τον Μήνου. Εγώ είχα πετύχει το γκολ της Ουγγαρίας.
Εκεί σας είδαν οι Έλληνες παράγοντες;
Ναι και μετά το ματς ήρθαν και με ρώτησαν εάν θέλω να παίξω στην Ελλάδα. Εγώ απάντησα καταφατικά και αμέσως ξεκίνησαν να μου γίνονται και οι πρώτες ανεπίσημες προτάσεις.
«Το πρώτο μου όχι στον Ολυμπιακό του Κοσκωτά»
Αμέσως από τον Ολυμπιακό Βόλου έγινε η κρούση;
Όχι. Αρκετούς μήνες αργότερα, κι ενώ ο Ολυμπιακός Πειραιά είχε καινούργιο πρόεδρο, τον Γιώργο Κοσκωτά, μου μεταφέρθηκε το ενδιαφέρον της ομάδας να αγωνιστώ εκεί. Το είδα με μεγάλο ενδιαφέρον. Με ενδιέφερε να αγωνιστώ στην Ελλάδα. Ωστόσο, δεν πήγαν καλά οι συζητήσεις και τελικά δεν έγινε και η μεταγραφή μου. Ήταν η πρώτη μου άρνηση. Μετά ήρθε η πρόταση από τον Ολυμπιακό Βόλου και μου άρεσαν όσα μου είπαν, με αποτέλεσμα να υπογράψω και συμβόλαιο.
Ο Ολυμπιακός Βόλου τότε μόλις είχε ανέβει από την Β’ Εθνική.
Πραγματικά, αλλά στον Βόλο βρήκα κάτι που δεν νομίζω ότι θα έβρισκα σε άλλη ομάδα. Βρήκα ένα οικογενειακό κλίμα και όλη την πόλη να είναι στο πλευρό της ομάδας. Τότε στο γήπεδο έρχονταν 10-12 χιλιάδες κόσμος και κάθε ματς ήταν γιορτή.
Σε εκείνο το πρωτάθλημα κάνατε τρομερά πράγματα και βγήκατε και πρώτος σκόρερ. Προσαρμοστήκατε αρκετά γρήγορα.
Είχα εύκολο έργο. Οι συνθήκες που βρήκα στην ομάδα ήταν εξαιρετικές, όμως γενικά είχα εύκολο έργο λόγω των συμπαικτών μου.
Τι εννοείτε;
Κοίτα, όταν έχεις από τη μια πλευρά τον Καραμίχαλο και από την άλλη τον Σκούτα και ακόμα τον Πιά και στον Μάνδαλο να σου περνάνε την μπάλα μέσα στην περιοχή, τότε δεν θέλεις κάτι άλλο. Κατάφερα και βγήκα πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα, γιατί είχα συμπαίκτες που μου έδιναν την μπάλα όπως ακριβώς έπρεπε.
«Ντέταρι και Κόμορα μου έλεγαν διαρκώς να πάω στον Ολυμπιακό, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό»
Μετά την πρώτη χρονιά όπου βγήκατε πρώτος σκόρερ, δεν είχατε προτάσεις για μεταγραφή;
Είχα φυσικά και πάλι από τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Ο Λάγιος Ντέταρι και ο Κόμορα μου έλεγαν συνεχώς να πάω στον Ολυμπιακό Πειραιώς, όμως αυτό από μόνο του δεν έφτανε. Εγώ περνούσα εξαιρετικά στον Βόλο και δεν είχα κανένα λόγο να φύγω από την πόλη και την ομάδα. Ήμουν ευτυχισμένος.
Μετά από τόσα χρόνια, να σας ρωτήσω αν έχετε σκεφτεί ποτέ τι θα συνέβαινε αν απαντούσατε καταφατικά στον Ολυμπιακό και αγωνιζόσασταν μαζί με τον Ντέταρι σε εκείνη την ομάδα; Θα παίρνατε το πρωτάθλημα;
Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις τι σου επιφυλάσσει όχι μόνο το ποδόσφαιρο, αλλά η ίδια η ζωή. Μπορώ, όμως, να σου πω με σιγουριά… ναι! (Γέλια). Για να σου απαντήσω σοβαρά, όμως: Ο Ολυμπιακός εκείνης της εποχής είχε παικταράδες. Δεν ήταν μόνο ο Ντέταρι. Ήταν ο Αναστόπουλος, ο Μητρόπουλος, ο Κωφίδης. Δεν νομίζω ότι έλειπε ένας Μπόντα για να πάρει το πρωτάθλημα.
Ναι, αλλά τελικά δεν το πήρε εκείνη τη σεζόν, καθώς το έχασε σε εκείνο το ιστορικό ντέρμπι του ΟΑΚΑ, απέναντι στην ΑΕΚ, που κρίθηκε με το γκολ του Καραγκιοζόπουλου. Επειδή έχει γίνει πολύ συζήτηση για την τότε έκβαση εκείνης της «μάχης» των δύο ομάδων, εσείς ως «ουδέτερος παρατηρητής» ποιος πιστεύετε ότι το άξιζε περισσότερο; Ο Ολυμπιακός του Ντέταρι ή η ΑΕΚ του Μπάγεβιτς;
Τον Μπάγεβιτς δεν έτυχε να τον γνωρίσω ποτέ από κοντά. Ήταν, όμως, ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής και καταπληκτικός προπονητής. Από την άλλη πλευρά ο Ολυμπιακός έχει τον περισσότερο κόσμο στην Ελλάδα και είναι ιστορικά μια ομάδα που πρέπει να διεκδικεί κάθε χρόνο όλους τους τίτλους. Μετά από τόσα χρόνια, ειλικρινά, δεν μπορώ να πω ποια ήταν η καλύτερη ελληνική ομάδα εκείνης της εποχής.
Την δεύτερη χρονιά ξεκινήσατε και πάλι καλά και σκοράρατε 10 φορές, αλλά ήρθε ο τραυματισμός σας.
Όλα μέσα στη ζωή είναι. Πράγματι ξεκίνησα καλά το πρωτάθλημα και θα μπορούσα και πάλι να είμαι ο πρώτος σκόρερ, όμως ήρθε ο τραυματισμός. Δεν παραπονιέμαι, γιατί όλα αυτά είναι μέσα στο ποδόσφαιρο και φυσικά μέσα και στην ίδια τη ζωή.
«Ήρθε ο ίδιος ο Γκέραρντ σπίτι μου στο Βόλο για να με πείσει να πάρω μεταγραφή στον ΟΦΗ»
Φτάνουμε στην τρίτη χρονιά, όπου και πάλι ξεκινήσατε καλά, αλλά αποφασίσατε τότε να φύγετε για τον ΟΦΗ. Πώς έγινε η μεταγραφή;
Στον πρώτο γύρο του πρωταθλήματος τότε, πάλι είχα πετύχει 10 γκολ. Τότε ήρθαν στο Βόλο, στο σπίτι μου, ο Γκέραρντ ο ίδιος, μαζί με έναν παράγοντα από τον ΟΦΗ που δεν θυμάμαι το όνομά του. Μου εξήγησαν τι θέλουν από εμένα και μου ανέλυσαν όλο το πλάνο.
Το γεγονός ότι ήρθαν να σας βρουν ήταν και αυτό που έκανε πιο εύκολη την απόφασή σας;
Ναι με κέρδισε η κίνησή τους γιατί μου έδειξαν πόσο με ήθελαν.
Στον ΟΦΗ όμως δεν είχατε την επιτυχία που είχατε με τον Ολυμπιακό Βόλου.
Το στυλ παιχνιδιού της ομάδας ήταν εντελώς διαφορετικό και σίγουρα και εγώ δεν πήγα καλά. Προσπάθησα πολύ, όμως δεν τα κατάφερα. Δεν έχω κανένα παράπονο, εγώ ήμουν αυτός που δεν μπόρεσα να προσφέρω στην ομάδα. Αλλά να σου πω και πάλι πως όλα μέσα στη ζωή είναι.
«Από τη δική μου όχι καλή παρουσία στον ΟΦΗ το ελληνικό ποδόσφαιρο κέρδισε τον Νίκο Μαχλά»
Αυτό γιατί το ξαναλέτε;
Είναι απλό. Εάν εγώ πήγαινα καλά στον ΟΦΗ και έβαζα τα γκολ που έβαζα στον Ολυμπιακό Βόλου, τότε ίσως το ελληνικό ποδόσφαιρο να μην είχε έναν παίκτη σαν τον Νίκο Μαχλά.
Δηλαδή;
Επειδή εγώ δεν πήγα καλά, ο Γκέραρντ άρχισε να με αφήνει εκτός ομάδας και να δίνει ευκαιρίες στον Μαχλά που τότε ήταν νεαρό παιδί. Ο Νίκος κατάφερε να πιάσει αυτή την ευκαιρία και να γίνει ένας εξαιρετικός σέντερ φορ, που μάλιστα έφτασε να είναι και ο πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη. Γι αυτό σου είπα ότι όλα μέσα στη ζωή είναι και δεν πρέπει να έχουμε παράπονο για τίποτα.
Από τον ΟΦΗ γιατί φύγατε;
Αφού δεν πήγαινα καλά, ο Γκέραρντ, ο οποίος ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος και ένας καταπληκτικός προπονητής, με έπιασε και μου μίλησε. “Κοίτα Ίμρε δεν πάει όπως το φανταστήκαμε και καλύτερο θα είναι να φύγεις”, μου είπε. Εγώ φυσικά συμφώνησα, γιατί δεν ένιωθα κι εγώ καλά, με αποτέλεσμα να φύγω και από την ομάδα.
Γυρίσατε έτσι στον Ολυμπιακό Βόλου.
Είχα κι άλλες προτάσεις από άλλες ομάδες. Δεν τις θυμάμαι τώρα όλες. Η Λάρισα ήταν μια από αυτές, αλλά όταν μου είπαν ότι με θέλει πίσω ο Ολυμπιακός Βόλου δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Γύρισα πίσω στην πόλη μου.
Τι είναι αυτό που βρήκατε στο Βόλο και δεν θέλατε να το χάσετε;
Κοίτα στο ποδόσφαιρο δεν έχουν σημασία μόνο τα λεφτά και τα γκολ. Εδώ στο Βόλο έκανα βόλτα και όλοι με χαιρετούσαν. Άκουγες να σε φωνάζουν από παντού και να σε χαιρετάνε. Για μένα αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και πραγματικά το απολάμβανα και το απολαμβάνω ευτυχώς ακόμα.
«Είπα στον Δανιήλ… θέλω δύο γυναίκες για να κοιμηθώ μαζί τους»
Θέλω να μου πείτε για αντίπαλους που μπορεί να σας δυσκόλεψαν στην καριέρα σας.
Από τον Παναθηναϊκό υπήρχαν τα δύο παιδιά που έπαιζαν πίσω, ο Καλιτζάκης και ο Κολιτσιδάκης. Έπαιζαν δυνατά πολύ και αρκετές φορές έτρωγα πολλές κλωτσιές. Ήταν πάντα δυνατές οι μονομαχίες μας. Εντύπωση όμως μου είχε κάνει ο Τσαλουχίδης στον Ολυμπιακό. Ήταν και αυτός ένας πολύ δυνατός παίκτης, όμως ήταν κύριος. Μετά από κάθε μονομαχία εάν ένιωθε ότι με είχε χτυπήσει, ερχόταν αμέσως και έδινε το χέρι του και ζητούσε “συγγνώμη”. Ήταν πολύ “καθαρός” και ως παίκτης και ως άνθρωπος.
Θέλω να μου πείτε και ένα περιστατικό που να σας έχει μείνει στη μνήμη.
Θα σου πω ένα την πρώτη μου χρονιά στην Ελλάδα. Ήμασταν στην Αυστρία για προετοιμασία και δύο συμπαίκτες μου ήθελαν να με κάνουν να μάθω να μιλάω ελληνικά. Άρχισαν λοιπόν να μου κάνουν μαθήματα. Όταν μου είπαν ότι είμαι έτοιμος, με πήγαν μπροστά σε όλη την ομάδα να μιλήσω. Ήταν και ο Δανιήλ που ήταν ο προπονητής μας εκεί. “Κόουτς ο Ίμρε έμαθε ελληνικά και θέλει κάτι να σου πει”, το είπαν. “Πες μου Ίμρε”, μου είπε ο Δανιήλ, αλλά όταν άνοιξα το στόμα μου, όλοι γέλασαν.
Γιατί;
Γιατί με είχαν μάθει να λέω: “Θέλω δύο γυναίκες για να… κοιμηθώ μαζί τους”. Καταλαβαίνεις τι έγινε.
Ποιοι συμπαίκτες σας ήταν αυτοί;
Δεν κάνει να πω, δεν χρειάζεται (γέλια).
Στο ποδόσφαιρο δεν μείνατε μετά το τέλος της καριέρας σας.
Να σου πω την αλήθεια δεν μου αρέσει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Προτιμώ το ερασιτεχνικό, να βλέπω νέα παιδιά και να προσπαθώ να μαντέψω εάν θα μπορέσουν να κάνουν καριέρα. Αυτό μου αρέσει και αυτό κάνω. Είχα πει στη γυναίκα μου ότι μόλις γίνω 60 χρονών θα σταματήσω να δουλεύω και τα έχω καταφέρει. Τώρα θέλω να ζήσω ήρεμα για όσα χρόνια ακόμα μου απομένουν.
πηγή: sportday.gr
Ακολουθήστε το goalpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις