Ο Βασίλης Μποτίνος νικήθηκε από τον κορονοϊό σε ηλικία 77 ετών και οι περισσότεροι από τους παλιούς Ολυμπιακούς που τον είχαν δει να παίζει, συμφωνούσαν ότι “έφυγε ένας από τους σπουδαιότερους παίκτες που φόρεσαν ποτέ την ασπροκόκκινη φανέλα”. Ο παλαίμαχος συνάδελφος Κώστας Μυλωνάς, νεαρός όταν ο Μποτίνος έκανε παπάδες μέσα στο γήπεδο, δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει κορυφαίο εξτρέμ στην ιστορία του Ολυμπιακού.
“Ξέρω θα πείτε ότι παίκτης με την προσφορά του Τζόρτζεβιτς δεν υπήρξε και δύσκολα θα υπάρξει ξανά στον Ολυμπιακό, από πλευράς αθλητικών προσόντων, ωστόσο, ικανοτήτων και θεάματος που πρόσφερε μέσα στο γήπεδο δεν υπάρχει άλλος” επιχειρηματολογεί ο Κώστας. Η αλήθεια είναι ότι η αίγλη του βιρτουόζου κυνηγού, έστω κι αν η καριέρα του στον Ολυμπιακό δεν κράτησε παραπάνω από έξι-εφτά χρόνια, έμεινε σαν χρυσόσκονη πάνω από το Καραϊσκάκη.
Ο πατέρας μου, αυτόπτης μάρτυρας των κατορθωμάτων του Μποτίνου, μνημόνευε πάντα το τεράστιο άλμα που τον διέκρινε, τα αθλητικά του προσόντα και την ικανότητά του στην ντρίπλα. Ο Κώστας Μυλωνάς προσθέτει: “Μα, ο Βασίλης ήταν ένας υπεραθλητής. Θα μπορούσε να διαπρέψει σε οποιοδήποτε σπορ”.
Πράγματι ο Μποτίνος, όπως και πολλοί άλλοι αθλητές της εποχής, δοκίμαζαν απ’ όλα. Διέπρεψε μεν στο ποδόσφαιρο, έπαιζε όμως και πόλο (στο Βόλο) και μπάσκετ… όπου έβρισκε. Ο συμπαίκτης του στον Ολυμπιακό, Ορέστης Παυλίδης (συγκάτοικος του στην αρχή της καριέρας του στον Πειραιά, όταν δεν είχε μόνιμη κατοικία) τον έπαιρνε μαζί του τα καλοκαίρια και έπαιζαν μπάσκετ στον Ροδιακό, με τον οποίο μάλιστα αναδείχθηκαν πρωταθλητές Δωδεκανήσου! Παρεμπιπτόντως μπάσκετ στη Ρόδο έπαιζε και ο Σάββας Θεοδωρίδης φορώντας τη φανέλα του Δωριέα.
“Ο Τάκης Βεντίκος τον παρακαλούσε να αφήσει την μπάλα και να ακολουθήσει τον κλασικό αθλητισμό” θυμάται ο Κώστας Μυλωνάς. Τον είχε δει να προπονείται στο Καραϊσκάκη και είχε εντυπωσιαστεί από τα αθλητικά του προσόντα. Για να μπει, άλλωστε, στην Γυμναστική Ακαδημία πήδηξε 7:07 μέτρα (έχοντας και ένα μικρό τραυματισμό από το ποδόσφαιρο), χωρίς προπόνηση, μια εποχή που το πανελλήνιο ρεκόρ ήταν 7.50!
“Του έλεγε να ασχοληθεί με τον στίβο και το μήκος. Θα σε κάνω ισάξιο του Ιγκορ Τερ Οβανεσιάν, του έλεγε, αλλά ο Μποτίνος ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο..” λέει ο έμπειρος δημοσιογράφος. Από τον Βόλο, που τον έλεγαν “σατανά” γιατί περνούσε όπως ήθελε τους αντιπάλους του, δεν πήγε στο Κέιπ Τάουν όπου τον ήθελε μια ομάδα της Νοτίου Αφρικής (έτοιμη να πληρώσει 200.000 δραχμές, για να εξαγοράσει τρόπο τινά την στρατιωτική του θητεία), ούτε στον Άρη που του έδινε 90.000 για να πάει στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ολυμπιακός Βόλου τον παραχώρησε στον μεγάλο Ολυμπιακό, έναντι μόλις 30.000 δρχ. Δεν είχαν και πολλή ιδέα οι Πειραιώτες πόσο μεγάλο ήταν το ταλέντο του σέντερ-φορ που μετατράπησε σε ακραίο, αφού προωθημένος, έπαιζε ο Γιώργος Σιδέρης. Ο κόσμος της ομάδας τον λάτρεψε γιατί ήταν θεαματικός, έκανε φοβερούς διεμβολισμούς, είχε πάσα ακριβείας και ήταν εκρηκτικός όπως συνολικά ο χαρακτήρας του.
Ατίθασος με την μπάλα, το ίδιο και έξω από το γήπεδο. Ήρθε σε σύγκρουση με τον Ολυμπιακό, από τους ανθρώπους του οποίου είχε παράπονα για την αντιμετώπιση του σοβαρού τραυματισμού του, λίγο έλειψε να πάει στον Παναθηναϊκό και τα’ βαλε με την ίδια τη χούντα!
Δεν ήταν αριστερός, ούτε αντιστασιακός, θα χειροδικήσει, ωστόσο, κατά του επιτρόπου που είχε τοποθετήσει η δικτατορία στον Ολυμπιακό, συνταγματάρχη Παπαποστόλου! Ήταν Δεκέμβριος του 1967, όταν οι “ερυθρόλευκοι” υποδέχθηκαν τον Απόλλωνα Αθηνών, για την 13η αγωνιστική του πρωταθλήματος.
Στο ημίχρονο το σκορ είναι 2-0 με γκολ των Σιδέρη και Μποτίνου, που έχει κάποιο πρόβλημα με τις τάπες των παπουτσιών και ζητάει από τον εμβληματικό φροντιστή της ομάδας Τάκη Κτενά (με θητεία 55 ετών στην ομάδα!) ένα διαφορετικό ζευγάρι. Είτε τον άκουσε, είτε όχι, ο Κτενάς δεν του δίνει σημασία και ο Μποτίνος που τα νεύρα του ήταν πάντα έτοιμα να εκραγούν, του πετάει ένα παπούτσι.
Ξαφνικά εμφανίζεται ένας κοντόσωμος τύπος με πολιτικά, πιάνει τον Μποτίνο από τον λαιμό και τον απειλεί: “Μίλα καλύτερα, αλλιώς θα σε βγάλω έξω, θα σε τελειώσω…”
Γυρίζει ο Μποτίνος και απαντάει, ρίχνοντας του μια σφαλιάρα! Ο Θανάσης Σούλης, προπονητής του Ολυμπιακού τότε, τρέχει προς το μέρος του ποδοσφαιριστή και τον ρωτάει: “Ξέρεις ποιον χτύπησες βρε αθεόφοβε;” Ο Μποτίνος απαντάει “όχι” και τότε μαθαίνει την αλήθεια: “Είναι ο νέος γενικός αρχηγός, συνταγματάρχης Δημήτρης Παπαποστόλου”.
Ο Σούλης αποφασίζει να αφήσει τον Μποτίνο στα αποδυτήρια και ο Ολυμπιακός βγαίνει να παίξει με 10. Ο κόσμος καταλαβαίνει τι γίνεται και αρχίζει να αντιδρά! Σε δέκα λεπτά, ο Μποτίνος επιστρέφει στο γήπεδο και βάζει μάλιστα το τέταρτο γκολ στο εντυπωσιακό 4-0. Ο συγγραφέας Θανάσης Σκρουμπέλος είχε περιγράψει ως εξής την σκηνή στον Σταύρο Διοσκουρίδη: “Στο ματς με τον βαλτό από την Χούντα στρατιωτικό που έκανε υποδείξεις κατά την διάρκεια του παιχνιδιού στον Μποτίνο και ο Βασίλαρος του τα έχωσε. Σηκωθήκαμε η εξέδρα που ήμουν και βγάλαμε μαζί και το αντιχουντικό μας άχτι. Ήταν ίσως η δεύτερη μαζική αντίδραση κατά της χούντας, μετά την διαδήλωση του Απρίλη που είχε οργανώσει παράνομα ο Ρήγας στην οδό Αιόλου”
Ο Παπαποστόλου τον βάζει στο μάτι: «Περνούσε κάθε τόσο έξω από το σπίτι μου και απειλούσε τους γονείς μου, την μάνα και τον πατέρα μου. Τους έλεγε ‘’ …τον γιο σου τον νταή θα τον περάσω στρατοδικείο’’. Έκλαιγε η μάνα μου και εγώ δεν γνώριζα τίποτα… Μέχρι που κάποια στιγμή μου το είπαν οι γείτονες, μου είπαν πως έρχεται ένας στρατιωτικός με δύο ΛΟΚατζήδες, σε ένα τζιπ και απειλεί τους δικούς σου” έχει διηγηθεί ο ίδιος.
Δυο φορές με αφορμή εισιτήρια που δεν έδινε ο συνταγματάρχης στον Μποτίνο, όπως σε όλους τους συμπαίκτες του, του όρμηξε ξανά. Ο Παπαποστόλου έπιασε το πιστόλι του, την μια όμως ο Αγανιάν και την άλλη ο Σιδέρης απέτρεψαν τα χειρότερα. Η ουσία είναι ότι ο χαρισματικός ντριπλέρ και σπουδαίος σκόρερ είχε μπει για τα καλά στα μάτι της δικτατορίας. Τίποτε δεν θα ήταν εύκολο γι αυτόν, ειδικά στις δύσκολες στιγμές της καριέρας του.
Λατρεία για τον Μπούκοβι
Ο Μάρτον Μπούκοβι λάτρευε τα προσόντα του, ήθελε να είναι πιο απλός με την μπάλα στα πόδια και του έκανε συχνά παρατηρήσεις να πασάρει γρήγορα. Ο Νίκος Γουλανδρής του προτείνει μπόνους 2.000 δραχμές σε κάθε πάσα, μετά από τις πρώτες δυο ντρίπλες. Η απάντηση του Μποτίνου μένει στην ιστορία: “Και τι να κάνω; Να χαλάσω το χατίρι του κόσμου;”
Σε μια μεγάλη συνέντευξη του στο ΦΩΣ το 2006 (στον Θέμη Σινάνογλου) θα πει για τον Μπούκοβι: “Ήταν πρώτα απ’ όλα άνθρωπος. Ήταν πατέρας μας. Εγώ τολμάω να πω ότι τον αγάπησα όσο και τον πατέρα μου”.
– Σαν προπονητής;
Μεγάλος προπονητής, ήταν δάσκαλος. Μεγάλος δάσκαλος. Πολύ μεγάλος.
– Έχω διαβάσει παλιά κείμενα ότι όταν ήταν να φύγει από τον Ολυμπιακό, είχανε πάει οπαδοί έξω από το ξενοδοχείο στην Καστέλα και έκλαιγαν, έκαναν επεισόδια με την αστυνομία και φώναζαν “πατέρα μη φεύγεις”!
Έτσι ακριβώς. Πατέρας μας ήτανε. Πολλές φορές δεν είχαμε λεφτά, διότι τότε οι αποδοχές των ποδοσφαιριστών ήταν πενιχρότατες. Κανένα πριμ περιμέναμε από μεγάλη νίκη, κανένα χιλιάρικο.
Η καμιά δουλειά στη ΔΕΗ, κανέναν διορισμό.
Εγώ δεν είχα ούτε αυτά διότι σπούδαζα τότε, ήμουν στη Γυμναστική Ακαδημία. Πολλές φορές λοιπόν δεν είχαμε λεφτά. Και πηγαίναμε στον Μπούκοβι, του λέγαμε “πατέρα, δάνεισε μας ένα χιλιάρικο·). Αυτός έδινε και δεν το έπαιρνε πίσω! Όταν πήγαινες μετά από μέρες να του δώσεις πίσω το χιλιάρικο, δεν το δεχότανε με τίποτα! Μεγαλείο ψυχής, μιλάμε για τεράστιο άνθρωπο. Προπονητής μεγάλος, άνθρωπος μεγάλος, άλλο πράγμα.
Μην ξεχνάμε ότι αναμόρφωσε τον Ολυμπιακό και του έδωσε ξανά πρωταθλήματα και Κύπελλα μετά από πολλά χρόνια που δεν έπαιρνε η ομάδα πρωτάθλημα στη δεκαετία του ’60. Είχε τελειώσει ο μεγάλος Ολυμπιακός της δεκαετίας του ’50 και από το 1960 άρχισε να παίρνει τα πρωταθλήματα ο Παναθηναϊκός με τον Δομάζο. Με τον Μπούκοβι μετά από χρόνια ξανάγινε ο Ολυμπιακός πρωταθλητής.
– Έπαιξε ρόλο η χούντα στο να φύγει ο Μπούκοβι;
Ναι, πιέστηκε. Δείγμα του ότι ήταν ανεπιθύμητος από τη χούντα, είναι το εξής: Το 1967 πήγαμε ταξίδι στις ΗΠΑ για τουρνουά και δεν ακολούθησε την ομάδα. Του απαγορεύτηκε. Πιέστηκε πολύ και μετά από λίγους μήνες έφυγε. Φεβρουάριο αν θυμάμαι καλά, έφυγε. Τον Φεβρουάριο του ’68.
Με τον Ολυμπιακό, ο Μποτίνος, κατέκτησε 2 πρωταθλήματα (το 1966 και το 1967) και τρία Κύπελλα (1964, 1968 και 1971) παίζοντας 156 ματς και σκοράροντας 47 φορές. Ήταν μέλος ίσως της καλύτερης Εθνικής Ομάδας ποδοσφαίρου που είχαμε ποτέ (από πλευράς ποιότητας, τεχνικής και αξίας των ποδοσφαιριστών). Εκείνης που διεκδίκησε την πρόκρισή της στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, έβαλε 13 γκολ σε 6 ματς αλλά έμεινε εκτός τελικών για ένα βαθμό από τη Ρουμανία.
Έπαιξε στα πέντε από τα έξι ματς των προκριματικών, συνήθως σαν παρτενέρ του Σιδέρη στην επίθεση, βάζοντας δυο γκολ στο Ελλάδα-Ελβετία 4-1 και άλλο ένα στο 2-2 με την Πορτογαλία του Εουσέμπιο.
Το δεύτερο γκολ που σημειώνει με κεφαλιά είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, καθώς σηκώνεται πάρα πολύ ψηλά για να νικήσει τον αντίπαλο τερματοφύλακα. Ο ίδιος, μιλώντας την περιέγραψε ως εξής στο ΦΩΣ: “Παίζουμε με την Εθνική Ελλάδας εναντίον των Ελβετών στη Θεσσαλονίκη. Εσύ πρέπει να ήσουν αγέννητος τότε. Το 1969. Βάζω το δεύτερο γκολ. Στο Καυταντζόγλειο, φίσκα το γήπεδο, δεν είχε τότε καθίσματα, πάνω από 50.000 κόσμο είχε μέσα. Γίνεται μια σέντρα από τον Κούδα απ’ τα δεξιά, βγαίνει ο Ελβετός τερματοφύλακας, βγαίνω κι εγώ, πηδάω στον αέρα. Και βρίσκεται το κεφάλι μου 30 πόντους πιο ψηλά από τα χέρια του τερματοφύλακα! Την καρφώνω στα δίχτυα. Ε, αυτή τη φάση, μετά από ένα μήνα που βρέθηκα στη Ζυρίχη, σε μια πλατεία της Ζυρίχης, την είδα κρεμασμένη σε μεγάλο πόστερ! Τόσο μεγάλη εντύπωση είχε κάνει στους Ελβετούς φωτορεπόρτερ.”
Η σχέση του με τον Ολυμπιακό ήταν θυελλώδης. Από την αρχή σχεδόν, όταν δεν έχει σπίτι και φιλοξενείται πρώτα από τον πατέρα του Γιώργου Σιδέρη και στη συνέχεια από τον Ορέστη Παυλίδη, νιώθει παραγκωνισμένος. Οι υποσχέσεις για δουλειά δεν υλοποιούνται, τα χρήματα είναι λίγα και εκτός των άλλων δεν είναι εύκολο για ένα ταλέντο της εποχής να πάρει μεταγραφή στο εξωτερικό.
Παρότι οι ευκαιρίες να δουν Έλληνες ποδοσφαιριστές οι ευρωπαϊκές ομάδες είναι ελάχιστες, το 1968 η Σταντάρ Λιέγης έρχεται στην Ελλάδα και ζητάει επισήμως τον Βασίλη Μποτίνο, προσφέροντας μάλιστα και αρκετά χρήματα. Ο Ολυμπιακός δεν συζητάει καν την πρόταση και ακολουθούν δυο σπουδαίες σεζόν με 21 γκολ και οι εξαιρετικές εμφανίσεις με την Εθνική.
Το ματς με την Ελβετία βλέπουν σκάουτ γερμανικών ομάδων και το καλοκαίρι του 69 πολιορκείται από Σάλκε, Μπορούσια Ντόρτμουντ και Ροντ-Βάις. Το συμβόλαιο που του προτείνουν (μαζί με τα μπόνους) έχει έξι μηδενικά, αλλά ο Ολυμπιακός απορρίπτει όλες τις προτάσεις.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Μποτίνος φεύγει για τη Γερμανία, μένει μαζί με τον αδερφό και αρνείται να επιστρέψει στον Ολυμπιακό, χολωμένος από την άρνηση της ομάδας να τον παραχωρήσει και να του αλλάξει τη ζωή. Οι “ερυθρόλευκοι”, εν τω μεταξύ, περνάνε μια αγωνιστική κρίση, επικοινωνούν μαζί του, υποσχόμενοι χρήματα και διαμέρισμα. Ο Μποτίνος πιστεύουν ότι θα τους λύσει πολλά από τα προβλημάτα, καθώς ο Γιώργος Σιδέρης έχει φύγει για το Βέλγιο και την Αντβερμπ.
Η επιστροφή του Βολιώτη άσου γίνεται πραγματικότητα τον Δεκέμβριο του 1970, όταν στις 27 του μήνα παίζει με τον Άρη. Θα αγωνιστεί σε άλλα τρία παιχνίδια. Δεν είναι καλά προπονημένος, παθαίνει μια θλάση, που δεν αντιμετωπίζεται πολύ προσεχτικά και στον αγώνα με την Βέροια (17/1/1971) κόβεται ένας μυς από τον τετρακέφαλο του δεξιού του ποδιού.
Ο Πούσκας και ο Παναθηναϊκός
Είναι η αρχή του τέλος αλλά και ενός Γολγοθά για τον διεθνή ποδοσφαιριστή, που νιώθει ότι ο Ολυμπιακός τον έχει εγκαταλείψει στην τύχη του. Ο σύλλογος δεν του βρίσκει γιατρούς, πολύ περισσότερο δεν υλοποιεί τις υποσχέσεις του, για οικονομική εξασφάλιση.
Αυτός που θα ασχοληθεί τελικά είναι ο … Παναθηναϊκός, μέσω του Φέρεντς Πούσκας! Ο προπονητής των “πρασίνων” επισκέπτεται τον Μποτίνο στο σπίτι του, μαθαίνει την κατάσταση του και τον παροτρύνει να εξεταστεί από τον γιατρό της Ρεάλ Μαδρίτης, που εκείνη την εποχή βρισκόταν συμπτωματικά στην Ελλάδα. Ο Ισπανός του λέει ότι πρέπει να φύγει άμεσα για επέμβαση, ο Πούσκας πληρώνει το εισιτήριο του να ταξιδέψει μέχρι τη Μαδρίτη.
Επιστρέφει αισιόδοξος ότι θα ξαναπαίξει υγιής ποδόσφαιρο, όμως στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος 1971-72, πάλι εναντίον της Βέροιας, βλέπει το πόδι του ξανά πρησμένο. Μια νέα περιπέτεια θα αρχίσει, με νέες αποθεραπείες ταξίδι στη Γερμανία, όπου θα κάνει, εν τέλει, την δεύτερη εγχείριση, με χρήματα που του δανείζουν φίλοι του. Ο Ολυμπιακός είναι εξαφανισμένος.
Η επαφή με τον Παναθηναϊκό εξακολουθεί να υφίσταται, οι “πράσινοι” είναι έτοιμοι να του κάνουν επίσημη πρόταση, όμως ο Κώστας Ασλανίδης πανίσχυρος ΓΓΑ επί χούντας, ακυρώνει τη μεταγραφή. Μέσω του Παναγειάλιου θα βρεθεί στον Πανιώνιο, όπου θα σταματήσει την καριέρα του σε ηλικία μόλις 30 ετών. Η άρνηση του να παίξει στην Εθνική Ομάδα έβαλε τελεία και παύλα σε μια καριέρα που θα μπορούσε -με βάση το ταλέντο του- να εκτοξευτεί πολύ πιο μακριά από τα στενά σύνορα της Ελλάδας.
Η “τρελή Μποτίνα η ερωτιάρα” όπως φώναζε ο Νικόλας ο πασατεμπάς στο Καραϊσκάκη, ήταν ένας γητευτής της μπάλας, βγαλμένος από τα πιο ωραία παραμύθια χωρίς όμως ευτυχισμένο τέλος…
Πηγές: peiraotiκa.gr (συνέντευξη στον Παναγιώτη Γιαλό), ΦΩΣ των Σπορ
Ακολουθήστε το goalpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις