Για τα παιδιά και τους νέους της εποχής ήταν κάτι σαν τον ημίθεο Ηρακλή, ένα πρόσωπο που δεν πατούσε στη γη. Η αλήθεια είναι ότι την πατούσε πολύ λιγότερο απ’ ότι οι «κοινοί θνητοί». Αν μπορούσε δεν θα την πατούσε καθόλου. Θα βρισκόταν αποκλειστικά στο νερό. Αυτό ήταν η προέκταση της φύσης του.
Του Θάνου Ιατρόπουλου
Εκεί πέρασε χιλιάδες ώρες της ζωής του. Ο Ιάσονας Ζηργάνος έμπαινε στη θάλασσα άνθρωπος και γινόταν υπεράνθρωπος. Ο πρωτοπόρος της υπερμαραθώνιας κολύμβησης στην Ελλάδα, εξάπλωσε τη φήμη του σε όλο τον κόσμο και στη χώρα του ταυτίστηκε με την έννοια υπέρβαση. Ο πήχης του δεν έμενε παρά για πολύ λίγο καιρό στο ίδιο σημείο. Στο είδος του ήταν αυτός και άλλος κανείς. Αλλά κάπου εδώ θα πρέπει να πούμε ότι από μόνο του το είδος του προκαλεί υποδόρια στους ανθρώπους μια αίσθηση… τρόμου.
Ο αθλητισμός ήταν παντελώς ανειδίκευτος και το κολυμβητήριο άγνωστη λέξη τη δεκαετία του ’20 που, ως έφηβος αποφάσισε ότι θα αφιερώνονταν στην κολύμβηση, έχοντας νωρίτερα δοκιμάσει με μεγάλη επιτυχία τον ακοντισμό και μεταξύ άλλων την ελληνορωμαϊκή πάλη, την πυγμαχία, την ξιφασκία και την ιππασία.
Στο Βόλο, όπου μεγάλωσε, ο Ζηργάνος έκανε «κτήμα» του τον Παγασητικό. Τη διαδρομή από την ηπειρωτική ακτή της Μαγνησίας στο νησάκι Τρίκερι και ακόμα το Τρίκερι – Σκιάθος την είχε, αυτό που λέμε, για πρωινό. Στις διακοπές του, όταν δεν είχε κοντά του θάλασσα, βούταγε σε ότι έβρισκε… διαθέσιμο: ποτάμια, λίμνες, ακόμα και αρδευτικά κανάλια.
Δεν αμέλησε την προπόνηση του ούτε στο αλβανικό μέτωπο, όπου τιμήθηκε με τέσσερα παράσημα για τη δράση του ως λοχαγός, απόφοιτος της Σχολή Ευελπίδων. Περιφρονώντας τις ακραίες συνθήκες, κολυμπούσε στα παγωμένα νερά των ποταμών της Πίνδου για να διατηρείται σε καλή φυσική κατάσταση!
Από τότε εκδηλώνει την επιθυμία του να πραγματοποιήσει κολυμπώντας τον διάπλου της Μάγχης, που αποτελούσε ανέκαθεν το απόλυτο φετίχ για του κολυμβητές μεγάλων αποστάσεων.
Εξομολογείται την επιθυμία του αυτή και στον Γρηγόρη Λαμπράκη, που τότε δεν είχε γίνει ακόμη ο άνθρωπος – σύμβολο του παγκόσμιου κινήματος ειρήνης, αλλά ήταν ένας σπουδαίος γιατρός και σημαίνων αθλητής της εποχής. Στις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50 οι δύο τους βρίσκονται πολύ συχνά και συζητούν, αναζητώντας τρόπους για να εμπλέξουν στον αθλητισμό την ελληνική νεολαία.
Ως στρατιωτικός έζησε και κολύμπησε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, λόγω των μεταθέσεων. Χαρακτηριστική των συνθηκών της εποχής είναι η αφήγηση ενός νεαρού τότε Κρητικού, που στη διαδρομή Λιμάνι Ηρακλείου – Ντία βρισκόταν μέσα σε μια βάρκα φορτωμένη με 100 πιάτα κουζίνας, εντεταλμένος να τα πετάξει ένα-ένα στη θάλασσα σε περίπτωση που κάποιος… καρχαρίας απειλούσε τους κολυμβητές! Καθώς τα πιάτα θα βυθίζονταν στο νερό θα αποσπούσαν με τη γυαλάδα τους την προσοχή του κήτους και έτσι δεν θα κινδύνευαν οι κολυμβητές.
Ο ίδιος δεν δέχτηκε ποτέ επίθεση από καρχαρίες, αλλά συνέβη στο μοναδικό Έλληνα συναθλητή του, κατά τη δεύτερη φορά που πέρασε τη Μάγχη. Ήταν ο Παναγιώτης Καμπέρος, συγγενής του θρυλικού αεροπόρου Δημήτρη, ο οποίος ανασύρθηκε στο πλοιάριο που συνόδευε τους αθλητές από το διασωστικό πλήρωμα.
Τα φυσικά εμπόδια δεν έσκιαζαν ποτέ και πουθενά τον Ζηργάνο, η καθημερινότητα του οποίου περιείχε αποστάσεις που πολύς κόσμος δεν καλύπτει σε μια… ολόκληρη ζωή.
Οι διαδρομές του στον Αώο ποταμό ή από το Έντεμ στην Καστέλλα ήταν ρουτίνα, τα περάσματα Καβάλα-Θάσος, Αίγινα-Παλιό Φάληρο, Ζάκυνθος-Κυλλήνη, Πάτρα-Κρυονέρι, Τήνος-Σύρος, Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα, Ηράκλειο – Ντια και Λουτράκι-Κόρινθος αποτελούσαν καλές προπονήσεις και μεγάλα αθλητικά γεγονότα για τους φιλάθλους και για τους τυχερούς συναθλητές του που μπορούσαν να τον θαυμάσουν (και όχι να τον φτάσουν) από κοντά.
Η χειμερινή κολύμβηση του στην πολύ επικίνδυνη, λόγω των ρευμάτων, λίμνη των Ιωαννίνων είχε αναδείξει έναν Βολιώτη σε μυθική μορφή της ηπειρώτικης κουλτούρας. Όπου κι αν διέμενε, οι τοπικές κοινωνίες συζητούσαν σχεδόν με δέος τα κατορθώματα του υπερ-κολυμβητή, που το 1949 θα γινόταν ένας θρύλος και θα καταγραφόταν στη συλλογική μνήμη δίπλα σε τεράστιες μορφές του ελληνικού αθλητισμού.
Ήταν τότε που ύστερα από 16 ώρες συνεχούς κολύμβησης διέπλευσε για πρώτη φορά τη Μάγχη, όντας ο τέταρτος άνθρωπος παγκοσμίως που το πετύχαινε. Ο Τύπος της εποχής αφιέρωσε διθυραμβικά σχόλια για τον ανθρώπου που εξήγαγε διεθνώς την «ελληνική ρώμη και λεβεντιά».
Ο Ζηργάνος επανέλαβε άλλες τέσσερις φορές τον διάπλου της Μάγχης, στα 1950, ’51, ’54 και ’59. Τη δεύτερη τερμάτισε στην 6η θέση μεταξύ κολυμβητών απ’ ολο τον κόσμο, με χρόνο λίγο πάνω από τις 14 ώρες, δηλαδή βελτιωμένο κατά δύο και πλέον ώρες σε σχέση με τον πρώτο διάπλου.
Για να τα πετύχει όλα αυτά βέβαια χρειάστηκε να παραιτηθεί από το στρατό και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο στόχο του, καθώς οι συνεχείς μεταθέσεις δυσχέραιναν ιδιαίτερα το πρόγραμμά του. Μετά την αποστρατεία του δεν υπήρχε πρόκληση που να μην κυνηγήσει, η εξέλιξη του ήταν άνευ ορίων.
Κατάφερε και άλλα απίθανα για το αθλητικό επίπεδο της εποχής στην Ελλάδα επιτεύγματα, χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια από κάποιον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Η δράση του εξαπλώθηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Διέπλευσε δύο φορές το Βόσπορο και ισάριθμες το Νείλο, έκανε τον περίπλου του νησιού του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, διέσχισε τα 23 μίλια του Ειρηνικού Ωκεανού που χωρίζουν το νησί Σάντα Καταλίνα από το Λονγκ Μπιτς της Νότιας Καλιφόρνια και τα 36 χλμ. από το Κάπρι στη Νάπολη, κολύμπησε στις λίμνες Οντάριο του Καναδά και Γουίντερμερ της Σκωτίας.
Το 1959 περνάει για 5η φορά τη Μάγχη και ακολούθως βάζει πλώρη για έναν ακόμη πιο προκλητική και ριψοκίνδυνη, τη φορά, αυτή, αποστολή: να διασχίσει τα 35 χιλιόμετρα του φονικού καναλιού της Ιρλανδίας (Βόρειο Κανάλι), από το Ντονάχαντι της Βόρειας Ιρλανδίας ως το Πορτ Πάτρικ της Σκωτίας.
Η απόσταση είναι βατή, αλλά τα ρεύματα, οι ξαφνικές παλίρροιες και οι χαμηλές θερμοκρασίες καθιστούν το εγχείρημα εξαιρετικά παράτολμο. Έως τότε τα είχε καταφέρει μόνο ένας, ο Άγγλος Τομ Μπλόουερ.
Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1959 ο 50χρονος Ζηργάνος φτάνει, ύστερα από 17 ώρες κολύμβησης, μόλις ένα μίλι από τη σκωτσέζικη ακτή. Ο κόσμος τον περιμένει εκεί, μια απρόσμενη παλίρροια όμως τον τραβά ξανά πίσω. Παλεύει με την άγρια φύση, είναι όμως πια εξαντλημένος. Η κόπωση και το ψύχος οδηγούν σε απώλεια αισθήσεων.
Τα μέτρα διάσωσης είναι παντελώς ανεπαρκή. Όταν τον ανασύρουν, ο γιατρός του κάνει καρδιακές μαλάξεις με το μόνο διαθέσιμο εκείνη τη στιγμή μέσο, έναν απλό σουγιά.
Ο Ιάσονας ανοίγει για λίγο τα μάτια και ζητά ένα ζεστό τσάι. Πίνει λίγο και τα κλείνει ξανά. Για πάντα.
Η θάλασσα που τόσο αγάπησε τον είχε προδώσει. Η θάλασσα, που δαμάζοντάς την έγινε μεγάλος και τρανός, τον είχε εκδικηθεί…
πηγή: menshouse.gr
Ακολουθήστε το goalpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις