Βγάζει ένας παίκτης τα χρήματα της μεταγραφής του από τις φανέλες; Το ρευστό πηγαίνει στους χορηγούς ή στις ομάδες; Αυτά και όσα οικονομικά τρικ κρύβονται πίσω από τις κορυφαίες μεταγραφές.
Η μεταγραφική περίοδος χτυπάει κόκκινο και ενώ υπάρχουν άπειρες φήμες, διαπραγματεύσεις και συμφωνίες, υπάρχουν επίσης πολλές ερωτήσεις για το πως λειτουργούν πραγματικά οι μεταγραφές από μια επαγγελματική σκοπία. Με σκοπό να ρίξει φως στις μεταγραφές ως business, ο Independent ζήτησε από τον Jake Cohen – αθλητικό νομικό που έχει δουλέψει σε πολλές μετακινήσεις στο κορυφαίο επίπεδο – για να ξεκαθαρίσει κάποιες παρανοήσεις και να κάνει κουβέντα τα στάδια μιας μεταγραφής.
Πως λειτουργεί μια μεταγραφή;
Σε μια προτεινόμενη μεταγραφή, υπάρχουν συχνά τρεις διαπραγματεύσεις κλειδιά την ίδια στιγμή. Η διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ομάδα που αγοράζει και εκείνη η οποία πουλάει για το ποσό, η διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ομάδα που αγοράζει και τον μάνατζερ του παίκτη για τους προσωπικούς όρους του συμβολαίου και η διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ομάδα και τον ατζέντη του παίκτη για την προμήθεια των μάνατζερ. Τυπικά, η ομάδα που πουλάει πρέπει πρώτα να δώσει άδεια στην ομάδα που αγοράζει για να μιλήσει στον παίκτη, όμως στην πραγματικότητα μπορεί να υπάρξουν επαφές μέσω ενδιάμεσων πριν δοθεί η επίσημη άδεια. Αυτή όμως μπορεί να είναι μια επικίνδυνη περιοχή για να κινηθεί κάποιος, όπως είδαμε στην περίπτωση της Λίβερπουλ με τον Βίρτζιλ Φαν Ντάικ της Σαουθάμπτον.
Πολλές διαπραγματεύσεις μπορεί να ολοκληρωθούν μόνο μέσω WhatsApp. Πολλοί ατζέντηδες και διευθυντές συλλόγων, προτιμούν το WhatsApp για πολλούς λόγους. Ο καθένας έχει πολύ πιο εύκολο στη χρήση το τηλέφωνό του παρά το e-mail του. Επίσης μπορεί να δημιουργηθεί ομαδική συνομιλία, στους διαλόγους υπάρχουν αποδείξεις και κανένας δεν πρόκειται να αναρρωτηθεί για το αν λήφθηκαν οι πληροφορίες που στάλθηκαν, ενώ μπορείς να βρεις οποιονδήποτε σε όλο τον κόσμο. Μπορεί να είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη σε πολλούς, όμως στις μέρες μας, το WhatsApp είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για αυτούς που εμπλέκονται σε μεταγραφές.
Τι είναι οι συμφωνίες πολλαπλής εκπροσώπησης;
Οταν έγινε γνωστό ότι ο Μίνο Ραϊόλα ενεργεί εκ μέρους του Πολ Πογκμπά, τον παίκτη που έκανε ρεκόρ μεταγραφή για να μετακομίσει από την Γιουβέντους στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ήταν μια πρωτοφανής, μοναδική κατάσταση. Πιο πρόσφατα, έγινε γνωστό ότι ένας από τους λόγους που ο Ρομέλου Λουκάκου υπέγραψε στην Γιουνάιτεντ επειδή το club του Μάντσεστερ ήταν διατεθειμένο να πληρώσει τεράστια προμήθεια στον Ραϊόλα, ενώ η Τσέλσι όχι. Στην πραγματικότητα, ένας μάνατζερ ενεργεί εκ μέρους πολλών πλευρών σε μια μεταγραφή, τουλάχιστον όταν εμπλέκονται αγγλικές ομάδες. Σας προκαλεί έκπληξη; Ρίξτε μια ματιά.
Στη μεταγραφή του Λουκάκου για παράδειγμα, ο Ραϊόλα θα ενεργούσε αντί του Βέλγου στις διαπραγματεύσεις με την ομάδα που θα τον αγόραζε, ενώ θα είχε ξεχωριστή συμφωνία με την ομάδα που θα αγόραζε για να δράσει στις διαπραγματεύσεις με την Εβερτον. Ενώ υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, οι συμφωνίες πολλαπλής εκπροσώπησης είναι πολύ συνηθισμένες και εντός των κανόνων από τη στιγμή που όλες οι πλευρές συμφωνούν και ο παίκτης δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει καμία προμήθεια σε μάνατζερ. Η διαδικασία για να εξασφαλιστεί έγκριση από την FA για διπλή και τριπλή εκπροσώπηση είναι αρκετά απλή.
Γιατί κάποια club ανακοινώνουν τους παίκτες πριν ανοίξει η μεταγραφική;
Οι μεταγραφές δεν μπορούν να ολοκληρωθούν επίσημα πριν την έναρξη της μεταγραφική περιόδου την 1η Ιουλίου. Γιατί τότε βλέπουμε πολλά deal να ανακοινώνονται πριν την 1η Ιουλίου; Για παράδειγμα, η Μάντσεστερ Σίτι έκανε επίσημη την απόκτηση του Μπερνάρντο Σίλβα από την Μονακό στις 26 Μαΐου, μόλις πέντε μέρες αφού ολοκληρώθηκε η σεζόν στην Premier League. Οταν ένας παίκτης παίρνει μεταγραφή, το συμβόλαιό του δεν μπορεί να κατατεθεί μέχρι την 1η Ιουλίου, όμως αυτό δεν εμποδίζει το club που αγοράζει, το club που πουλάει και τον παίκτη, να συμφωνήσουν πριν τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Για πολλές ομάδες, το οικονομικό έτος τρέχει από την 1η Ιουλίου μέχρι τις 30 Ιουνίου, περίοδος η οποία συμπίπτει με τη μεταγραφική περίοδο.
Γιατί όμως το οικονομικό έτος είναι κοντά στη μεταγραφική περίοδο; Δίνει στις ομάδες τη ευελιξία να δηλώσουν μεταγραφές όποτε ακριβώς θέλουν. Στο έτος που μόλις ολοκληρώθηκε ή στο έτος που έρχεται. Για παράδειγμα, η Μπαρτσελόνα ολοκλήρωσε την πώληση του Σεσκ Φάμπρεγας στην Τσέλσι τον Ιούνιο του 2014, κάτι το οποίο της έδωσε τη δυνατότητα να βάλει το κέρδος στους λογιαριασμούς της σεζόν 2013-14. Παρόλα αυτά, ο Ισπανός δεν μπορούσε να λογίζεται παίκτης της Τσέλσι μέχρι την 1η Ιουλίου.
Υπάρχουν επίσης θέματα με το marketing. Για παράδειγμα, η συμφωνία της Τσέλσι με την Adidas τελείωνε στις 30 Ιουνίου και εκείνη με την Nike ξεκινούσε την 1η Ιουλίου. Η Τσέλσι και η Nike είχαν υπογράψει συμφωνία αξίας 900 εκατ. λιρών για 15 χρόνια. Σαν αποτέλεσμα, δεν υπήρχε λογική στο να ανακοινώσει η Τσέλσι κάποια μεταγραφή πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Για ποιο λόγο ένα club να ανακοινώσει μια τεράστια μεταγραφή και να του δώσει στα χέρια τη φανέλα με τον χορηγό με τον οποίο η συμφωνία ολοκληρώνεται;
Επίσης, όταν ένα club έχει την επιλογή να περιμένει μερικές μέρες για να ανακοινώσει έναν μεγάλο παίκτη σε συνεργασία με τον χορηγό με τον οποίο ξεκινά συνεργασία και ο οποίος είναι αντίπαλος με τον σπόνσορα που απέρχεται, είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η Τσέλσι περιμένει. Και όντως αυτό συνέβη. Η πρώτη ανακοίνωση γνωστού παίκτη για την Τσέλσι πέρυσι, του Αντόντιο Ρούντιγκερ, από την Ρόμα, έγινε έτσι ώστε ένας fan να μπορεί να πάρει τη φανέλα του με το όνομα στην πλάτη.
Πέρα από αυτό, κάποια deal αργούν να ανακοινωθούν επειδή οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα club δεν ολοκληρώνονται γρήγορα, όπως και η συμφωνία με τον παίκτη για τους όρους του συμβολαίου. Υπάρχουν πολλοί άλλοι λογιστικοί λόγοι που κάνουν μια μεταγραφή να καθυστερήσει. Για παράδειγμα, κάποιοι παίκτες που αποτελούν στόχους, ήταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας και τώρα κάνουν τις πρώτες τους διακοπές από το ποδόσφαιρο εδώ και μήνες.
Με κάποιες ομάδες να έχουν ήδη πάρει τους παίκτες που χρειάζονται για να ξεκινήσουν την προετοιμασία, άλλοι ποδοσφαιριστές έχουν πολύ μικρό περιθώριο για διακοπές αυτό το καλοκαίρι. Είναι εύκολα κατανοητό γιατί πολλοί παίκτες αποφασίζουν να βάλουν στην άκρη τη δουλειά για ένα διάστημα προκειμένου να περάσουν χρόνο με οικογένεια και φίλους. Υπάρχουν επίσης και άλλοι παράγοντες που μπορούν να κρατήσουν πίσω μια μεταγραφή ακόμα και αν οι πλευρές τα έχουν βρει σε όλα, από την άδεια εργασίας μέχρι τα δικαιώματα εικόνας.
Συχνά υποστηρίζουν πως ένας σύλλογος μπορεί να ανακτήσει μέρος της μεταγραφής ενός παίκτη μέσω πωλήσεων των εμφανίσεων. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αυτό απέχει αρκετά από την αλήθεια.
Οι συμφωνίες για τις εμφανίσεις δεν είναι πλέον οι παραδοσιακές συμφωνίες, πρόκειται για συμφωνίες αδειοδότησης, οι οποίες επιτρέπουν στους δημιουργούς της επίσημης εμφάνισης να χρησιμοποιούν το εμπορικό σήμα της ομάδας για να πουλήσουν επώνυμα ενδύματα. Για παράδειγμα, η Μάντσεστερ λαμβάνει 75 εκατ. στερλίνες ετησίως από την Αdidas, η Τσέλσι 60 εκατ. λίρες από την Nike και η Αρσεναλ 30 εκατ. από την Puma και στη συνέχεια 10-15% των εσόδων από τις εμφανίσεις!
Επιπλέον, η υπογραφή ενός σταρ δεν οδηγεί στην αγορά πολλών νέων εμφανίσεων όπως θα σκεφτόταν κανείς. Παρόλο που στην αγορά είναι πολλές οι φανέλες της ομάδας, ο φίλαθλος θα αγοράσει μόνο αυτή του νέου παίκτη με το όνομά του στην πλάτη.
Αξίζει να σημειωθεί, πως ο CEO της Αdidas, Xέρμπερτ Χάινερ προέβλεψε πως η εταιρεία του θα κερδίσει 1.5 δισεκατομμύριο από τη δεκαετή συμφωνία με τη Γιουνάιτεντ (750 εκατ. λίρες). Εξάλλου, οι αθλητικές εταιρείες δεν πληρώνουν τα κλαμπ για να έχουν ένα μικροσκοπικό λογότυπο στο μπροστινό μέρος της εμφάνισης, κάνουν επένδυση που θα αποφέρει καρπούς, πολλούς καρπούς.
Γιατί τα ποδοσφαιρικά σωματεία δεν κατασκευάζουν απλά τα δικές τους φανέλες για να κρατούν το 100% των κερδών; Η απάντηση είναι απλή, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι δεν είναι… δημιουργοί, σχεδιαστές, δεν διαθέτουν τα παγκόσμια δίκτυα διανομής που είναι απαραίτητα για την δημιουργία, την αποστολή και την πώληση εκατοντάδων χιλιάδων ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκατομμυρίων εμφανίσεων κάθε χρόνο.
Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι δεν έχουν πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους. Ακόμη και οι μεγαλύτεροι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι στον κόσμο είναι συγκριτικά… μικροσκοπικές επιχειρήσεις όταν πρόκειται να συγκριθούν με Adidas και Nike. Η Nike έχει κερδίσει περισσότερα μέσα σε τρεις μήνες (σχεδόν 7 δισεκατομμύρια λίρες για τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2017) από ό, τι η Τσέλσι στην 112ετή ιστορία της.
Τι ισχύει με τους δανεισμούς;
Είναι μια κοινή εσφαλμένη αντίληψη ότι οι σύλλογοι μπορούν απλά να στείλουν τους παίκτες τους με δανεισμό κατά βούληση. Σε κάθε συμφωνία δανεισμού, ο ίδιος ο παίκτης πρέπει να συμφωνήσει με αυτή την κίνηση. Κανένας παίκτης δεν αποχωρεί με όρους που δεν συμφωνεί ρητά.
Επιπλέον, η απόσβεση για τα έξοδα μεταγραφής γίνεται ως εξής: Αν ένας σύλλογος δαπανήσει 40 εκατ. λίρες για έναν παίκτη πενταετίας, το τέλος μεταβίβασης του παίκτη θα καταγραφεί ως δαπάνη ύψους 8 εκατ. λιρών για κάθε χρόνο συμβολαίου, αντί για 40 εκατ. την πρώτη χρονιά.
Για παράδειγμα, όταν η Άρσεναλ απέκτησε τον Λακαζέτ από τη Λυών έναντι αμοιβής 53 εκατ. λιρών, η λονδρέζικη ομάδα δεν έβαλε στα… βιβλία της όλο το ποσό. Αντίθετα, θα βάζει 10.6 εκατ. ευρώ κάθε χρονιά για τις επόμενες πέντε σεζόν.
Γιατί δεν υπάρχουν συμφωνίες ανταλλαγής;
Είναι ένας μπερδεμένος τρόπος για να κάνεις μια μεταγραφή. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις που αποδεικνύουν τον κανόνα (Γκαλάς /Κόουλ, Ετό / Ιμπραΐμοβιτς, Μάτιτς/ Λουίζ), οι συμφωνίες ανταλλαγής σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνουν μιας και η διαδικασία δεν είναι εύκολη…
Μια ανταλλαγή είναι πολύπλοκη. Όταν προστίθεται ένας δεύτερος παίκτης στην ίδια συναλλαγή, είναι το επίπεδο πολυπλοκότητας ανεβαίνει. Ένας δεύτερος παίκτης φέρνει μια άλλη διαπραγμάτευση μεταξύ των συλλόγων για την αξία του παίκτη, μια άλλη διαπραγμάτευση με τον παίκτη και τον εκπρόσωπό του και πρόσθετες χρεώσεις του ατζέντη. Επίσης, και οι δύο παίκτες πρέπει να είναι πρόθυμοι να μετακινηθούν.
Πώς λειτουργούν οι ρήτρες αποχώρησης;
Υπάρχει μερικές φορές σύγχυση όταν ένας παίκτης που αναφέρεται ότι έχει ρήτρα αποδέσμευσης αποτελεί αντικείμενο προσφοράς που ανταποκρίνεται στην αποτίμηση που καθορίζεται στη ρήτρα, αλλά ποτέ δεν πωλείται στην ομάδα που έκανε την προσφορά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν δύο τύποι ρητρών απελευθέρωσης: οι ρήτρες πραγματικής αποδέσμευσης και οι λεγόμενες ρήτρες απελευθέρωσης «καλής πίστης».
Οι ρήτρες πραγματικής αποδέσμευσης υποχρεώνουν την ομάδα του παίκτη να τον πουλήσει σε έναν σύλλογο που πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη ρήτρα. Αυτοί οι όροι και προϋποθέσεις μπορεί να διαφέρουν, αλλά οι σύλλογοι προσπαθούν συχνά να το διαρθρώνουν με τρόπο που θα εμποδίσει έναν άμεσο ανταγωνιστή να ενεργοποιήσει τη ρήτρα. Για παράδειγμα, ένας σύλλογος της Premier League μπορεί να αποκλείσει άλλα κλαμπ της Premier από την ενεργοποίηση της ρήτρας. Επίσης, οι πορτογαλικοί σύλλογοι τείνουν να καθορίζουν το ποσό ενεργοποίησης για άλλους πορτογαλικούς συλλόγους σε τριπλό ή τετραπλάσιο ποσό που έχει καθοριστεί για όλες τις άλλες ομάδες.
Μια ρήτρα απελευθέρωσης καλής πίστης είναι ουσιαστικά χωρίς νόημα, καθώς απλώς υποχρεώνει την ομάδα του παίκτη να εξετάσει την προσφορά και να ξεκινήσει συζητήσεις…
*Το θέμα έχει δημοσιευθεί στον Independent
Ακολουθήστε το goalpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις